- συμφοιτώ
- συμφοιτῶ, -άω, ΝΑ, και ιων. τ. συμφοιτῶ, -έω, και αττ. τ. ξυμφοιτῶ, -άω, Ανεοελλ.φοιτώ στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλοναρχ.1. συχνάζω στο ίδιο μέρος με άλλον2. φοιτώ στο ίδιο διδασκαλείο με άλλον3. (σχετικά με σύγκλητο, βουλή, συνέδριο ή άλλο σώμα) συχνάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φοιτῶ «σπουδάζω, συχνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.